ἴαμβος

ἴαμβος
ἴαμβος [ῐ], ,
A iambus, the metrical foot ?ἴαμβοςX ¯ , Pl.R.400b, etc.;

ὁ ἴ. αὐτὴ . . ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Arist.Rh.1408b33

; δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον, = ?ἴαμβοςX ¯ ?ἴαμβοςX ¯ , Anon.Rhythm.Oxy.2.3, Aristid.Quint.1.17.
II iambic verse, Archil.22 (pl.) Pl.Ion534c, etc.;

ἴαμβος τρίμετρος Hdt. 1.12

;

ἴ. Ἱππώνακτος Ar.Ra.661

, cf. Arist.Rh.1418b29, Po.1448b33.
III iambic poem, such as those of Callimachus, Str.8.3.30; esp. lampoon, mostly in pl., Pl.Lg.935e, Arist.Pol.1336b20;

ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους AP7.352

(Mel.(?)): also in Prose, οἱ καταλογάδην ἴ. Ath.10.445b.
b of the persons lampooned, Luc.Pseudol. 2.
2 a kind of extempore play got up by αὐτοκάβδαλοι, who themselves had the same name, Semus 20. (For the termination perh. cf. διθύραμβος, θρίαμβος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἴαμβος — iambus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”